έλεος
Προφορά
Ετυμολογία
έλεος αρχαία ελληνική ὁ ἔλεος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το έλεος
✦ ευσπλαχνία, λύπηση, συμπόνια: δροσερόν καταβαίνει χαράς, ελέου φύσημα (Α. Κάλβος) – στου Θεού μας το έλεος γυρτοί (Κ. Παλαμάς)
✦ ελεημοσύνη
✦ αδελφή του ελέους, η νοσοκόμα
✦ τα ελέη του Θεού, αγαθά σε αφθονία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ασπλαχνιά, απονιά
Επιρρήματα
–