έλα
Προφορά
Ετυμολογία
έλα προστακτ. του ρήματος έρχομαι
Ερμηνεία
έλα
✦ ως μόριο προτρεπτικό: έλα, άσε τα πείσματα
✦ φρ. έλα δα, επιφών. έκπληξης ή δυσπιστίας: έλα δα, που θα μου πεις πως σ’ ερωτεύτηκε
✦ έλα που, με σημασία εναντιωματική: πρέπει να κάνει δίαιτα, μα έλα που είναι λαίμαργος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–