έκταση


έκταση
Προφορά

Ετυμολογία
έκταση αρχαία ελληνική ἔκτασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η έκταση

✦ άπλωμα, τέντωμα: έκταση των χειρών
✦ αύξηση της διαστάσεως
✦ οι διαστάσεις, το εμβαδόν επιφάνειας: μικρή είναι η έκταση του κτήματος
✦ χώρος, περιοχή: πολλές εκτάσεις μένουν ακαλλιέργητες
✦ μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα: ανυπολόγιστη η έκταση των καταστροφών
✦ (γραμμ.) η μεταβολή βραχέος φωνήεντος σε μακρό
✦ φρ. εν εκτάσει, διεξοδικά, εκτενώς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.