έκτακτος


έκτακτος
Προφορά

Ετυμολογία
έκτακτος μεταγενέστερη ελληνική ἔκτακτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ έκτακτος -η, -ο

✦ ο μη τακτικός
✦ ασυνήθιστος, σπάνιος
✦ εξαιρετικός, έξοχος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
έκτακτα, εξαιρετικά, ωραία:περάσαμε έκτακτα κ.εκτάκτως, χωρίς να είναι προγραμματισμένο, κατ’ εξαίρεση:συνεκλήθη εκτάκτως υπουργικό συμβούλιο – αναχώρησε εκτάκτως για το εξωτερικό

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.