έκλυτος


έκλυτος
Προφορά

Ετυμολογία
έκλυτος αρχαία ελληνική ἔκλυτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ έκλυτος -η, -ο

✦ άτονος, χαλαρός
✦ ακόλαστος, παραλυμένος: μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.