έκκρουση
Προφορά
Ετυμολογία
έκκρουση αρχαία ελληνική ἔκκρουσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η έκκρουση
✦ απομάκρυνση, εξώθηση με κρούση
✦ (γλωσσολ.) σίγηση φωνήεντος στην αρχή ή το τέλος λέξης και πριν ή μετά από άλλο φωνήεν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–