έκκριση
Προφορά
Ετυμολογία
έκκριση αρχαία ελληνική ἔκκρισις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η έκκριση
✦ (για ζωικές λειτουργίες) η παραγωγή από τα αδενικά κύτταρα ουσιών που αποχετεύονται με εκφορητικό πόρο είτε σε άλλο όργανο του σώματος, είτε προς τα έξω ή κατευθείαν στο αίμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–