έκθετος
Προφορά
Ετυμολογία
έκθετος αρχαία ελληνική ἔκθετος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ έκθετος -η, -ο
✦ εγκαταλειμμένος, απροστάτευτος: να στερεωθεί το έθνος στο μακεδονικό κάμπο να μη βρεθεί έκθετο στη διάθεση του σκληρού Σλάβου γείτονα (Γ. Θεοτοκάς)
✦ το έκθετο(ν) ως ουσ., βρέφος που εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–