έκθεση
Προφορά
Ετυμολογία
έκθεση αρχαία ελληνική ἔκθεσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η έκθεση
✦ τοποθέτηση έξω, στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο τόπο
✦ παρουσίαση σε κοινή θέα
✦ (μτφ. ) λεπτομερειακή περιγραφή ή αφήγηση και το σχετικό κείμενο
✦ υποβολή στην επίδραση φυσικών παραγόντων: έκθεση στον ήλιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–