άχτι


άχτι
Προφορά

Ετυμολογία
άχτι └τουρκ┘ahd (= υποχρέωση)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το άχτι

✦ έντονη επιθυμία, πόθος για εκδίκηση
✦ φρ. βγάζω το άχτι μου, ικανοποιώ το μίσος μου, εκδικούμαι: ήθελε να βγάλει το άχτι της και την ξεμάλλιασε
✦ φρ. τον έχω άχτι, τρέφω μίσος, θέλω να τον εκδικηθώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.