άχρωμος


άχρωμος
Προφορά

Ετυμολογία
άχρωμος αρχαία ελληνική ἄχρωμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άχρωμος -η, -ο

✦ ο χωρίς χρώμα
✦ ξεθωριασμένος: σαν πιο άχρωμες έδειξαν οι άλικες παπαρούνες μέσα στην πορφύρα της ανατολής (Μ. Καραγάτσης)
✦ (μτφ. για πρόσ.) ο χωρίς έντονη προσωπικότητα, άτονος, ασήμαντος: επέλεξαν για αρχηγό τον πιο άχρωμο απ’ όλη την παράταξή τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
άχρωμα (Κ αχρώμως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.