άχριστος


άχριστος
Προφορά

Ετυμολογία
άχριστος ἀ στερητικό + χρίω

Ερμηνεία
επίθετο┘ άχριστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έλαβε το χρίσμα, την επίσημη αναγνώριση από κάποιον: υποψήφιος δήμαρχος, άχριστος από την παράταξή του
✦ ο μη επιχρισμένος: άχριστος τοίχος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.