άχνα
Προφορά
Ετυμολογία
άχνα αχνίζω, υποχωρητ.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η άχνα
✦ ατμός: πίσω απ’ τ’ αλαργινό βουνό, που εδιάφεγγε σαν άχνα (Άγγ. Σικελιανός)
✦ ο αέρας που βγαίνει με την εκπνοή και ο ήχος της: φρ. μη βγάλεις άχνα (μην πεις λέξη)
Συνώνυμα
τσιμουδιά
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–