άχαρος


άχαρος
Προφορά

Ετυμολογία
άχαρος αρχαία ελληνική ἄχαρις

Ερμηνεία
επίθετο┘ άχαρος -η, -ο

✦ που δεν έχει χάρη: ο μαύρος κι άχαρος κισσός, τον πόνο του τρυγώ (Ι. Γρυπάρης) – άχαρη κοπέλα
✦ άκομψος: άχαρο ύφος – ντύσιμο
✦ που δε δοκίμασε χαρές
✦ ανιαρός, βαρετός: άχαρη απασχόληση

Συνώνυμα

Αντίθετα
χαριτωμένος ,κομψός ,ευχάριστος
Επιρρήματα
άχαρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.