άφτιαστος


άφτιαστος
Προφορά

Ετυμολογία
άφτιαστος ἀ στερητικό + φτιάχνω

Ερμηνεία
άφτιαστος

✦ κ. άφτιαστος, -η, -ο επίθ. ακατασκεύαστος, που δε φτιάχτηκε ακόμα
✦ που δε διαμορφώθηκε, δε σχηματίστηκε ακόμα
✦ που δεν τελειοποιήθηκε, δεν ολοκληρώθηκε, ανέτοιμος
✦ που δεν επισκευάστηκε, αδιόρθωτος
✦ ασυγύριστος, απεριποίητος: άφτιαχτο κι αστόλιστο του χάρου δε σε δίνω (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
άφτιαχτα κ.άφτιαστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.