άφταιγος
Προφορά
Ετυμολογία
άφταιγος ἀ στερητικό + φταίω
Ερμηνεία
άφταιγος
✦ αυτός που δεν φταίει για κάτι: το κάθε πολιτικό λάθος πληρώνεται με βαρύτατα οικονομικά λύτρα που τα καταβάλλουν, ωστόσο, οι άφταιγοι και οι ακριμάτιστοι (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–