άφρο


άφρο
Προφορά

Ετυμολογία
άφρο └αγγλ┘afro, πιθανόν από το Afro-American) η λ. για να χαρακτηρίσει έναν τρόπο κομμώσεως κατά τον οποίο τα μαλλιά σχηματίζουν ένα στρογγυλό φουντωτό όγκο

Ερμηνεία
άφρο

✦ άκλ.

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.