άφραστος
Προφορά
Ετυμολογία
άφραστος αρχαία ελληνική ἄφραστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άφραστος -η, -ο
✦ που δεν μπορεί να ειπωθεί, που δεν μπορεί κανείς να τον εκφράσει: γλυκύτατη φωνή βγάν’ η κιθάρα και σε τούτη την άφραστη αρμονία (Διον. Σολωμός)
Συνώνυμα
ανείπωτος, ανέκφραστος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–