άφοβος
Προφορά
Ετυμολογία
άφοβος αρχαία ελληνική ἄφοβος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άφοβος -η, -ο
✦ γενναίος, που δε φοβάται
Συνώνυμα
ατρόμητος, απτόητος, τολμηρός
Αντίθετα
φοβητσιάρης, δειλός, περίφοβος
Επιρρήματα
άφοβα: χωρίς φόβο:που άφοβα εγνώρισε πλήρη την ηδονή (Κ. Καβάφης) (Κ αφόβως)