άφθονος
Προφορά
Ετυμολογία
άφθονος αρχαία ελληνική ἄφθονος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άφθονος -η, -ο
✦ που υπάρχει ή δίνεται σε περίσσεια, πολύς, υπεραρκετός: όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
περίσσιος, μπόλικος
Αντίθετα
λιγοστός, ανεπαρκής
Επιρρήματα
άφθονα (Κ αφθόνως)