άφθαρτος


άφθαρτος
Προφορά

Ετυμολογία
άφθαρτος αρχαία ελληνική ἄφθαρτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άφθαρτος -η, -ο

✦ που δεν έχει υποστεί φθορά
✦ που δεν επιδέχεται φθορά, ο ακατάλυτος
✦ αθάνατος, αιώνιος: από τ’ άστρον οπού χύνει κύματα άφθαρτα φωτός (Δ. Σολωμός)

Συνώνυμα

Αντίθετα
φθαρτός
Επιρρήματα
άφθαρτα (Κ αφθάρτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.