άφεγγος


άφεγγος
Προφορά

Ετυμολογία
άφεγγος ἀ στερητικό + φέγγος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άφεγγος -η, -ο

✦ ο χωρίς φως, που δε φωτίζεται, σκοτεινός: στ’ άφεγγα πλέκει τα μαλλιά της (Γ. Θέμελης)

Συνώνυμα

Αντίθετα
φεγγερός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.