άτριο
Προφορά
Ετυμολογία
άτριο μεταγενέστερη ελληνική ἄτριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το άτριο
✦ στεγασμένος χώρος της ρωμαϊκής οικίας στον οποίο οδηγούσαν τα υπόλοιπα δωμάτια, πρόδομος
✦ η περίστυλη αυλή των χριστιανικών ναών, αίθριο
✦ (γεωλ.) κοίλωμα του εδάφους ανάμεσα στον κεντρικό κώνο και στο εξωτερικό δακτυλιοειδές περιτείχισμα των σύνθετων ηφαιστείων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–