άτοπος
Προφορά
Ετυμολογία
άτοπος αρχαία ελληνική ἄτοπος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άτοπος -η, -ο
✦ ο αντίθετος προς τη λογική, παράλογος
✦ ανάρμοστος, άπρεπος: έχει άτοπα πολλά βεβαίως και δυστυχώς, η Αποικία (Κ. Καβάφης)
✦ το ουδ. άτοπο(ν) ως ουσ., ατόπημα
✦ φρ. εις άτοπον απαγωγή, απόδειξη της αλήθειας ενός συλλογισμού με τον αποκλεισμό των υπόλοιπων πιθανοτήτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–