άτοκος


άτοκος
Προφορά

Ετυμολογία
άτοκος αρχαία ελληνική ἄτοκος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άτοκος -η, -ο

✦ ο μη γόνιμος, στείρος
✦ που δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμη
✦ που δε δίνει τόκο: άτοκο κεφάλαιο – άτοκα δάνεια

Συνώνυμα

Αντίθετα
έντοκος
Επιρρήματα
άτοκα (Κ ατόκως):δανείστηκε άτοκα από φίλους

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.