άτιμος
Προφορά
Ετυμολογία
άτιμος αρχαία ελληνική ἄτιμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άτιμος -η, -ο
✦ που δεν έχει τιμή, ανέντιμος, ανήθικος: ένας άτιμος το ξελόγιασε το κορίτσι
✦ που ντροπιάζει, επαίσχυντος: άτιμη πράξη (κακοήθεια)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
τίμιος, έντιμος
Επιρρήματα
άτιμα (Κ ατίμως)