άτι
Προφορά
Ετυμολογία
άτι └τουρκ┘at
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το άτι
✦ το αρσενικό, μη ευνουχισμένο άλογο, κατάλληλο για ιππασία, πολεμικό άλογο: από τις ξένες χώρες βασιλιάδες και καβαλάρηδες απάνω στο άτι (Λ. Πορφύρας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–