άτεχνος
Προφορά
Ετυμολογία
άτεχνος αρχαία ελληνική ἄτεχνος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άτεχνος -η, -ο
✦ που έγινε χωρίς τέχνη
✦ (για πρόσ.) που δεν ξέρει καλά την τέχνη του
✦ που δεν ασκεί καμιά τέχνη ως επάγγελμα
Συνώνυμα
κακότεχνος ,ατζαμής
Αντίθετα
κακότεχνος ,ατζαμής
Επιρρήματα
άτεχνα (Κ ατέχνως):είναι ένας άτεχνα ζωγραφισμένος τρούλος (Γ. Σεφέρης)