άσφαλτος
Προφορά
Ετυμολογία
άσφαλτος αρχαία ελληνική ἄσφαλτος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η άσφαλτος
✦ ορυκτός υδρογονάνθρακας που προέρχεται από τα στερεά κατάλοιπα της αποστάξεως του πετρελαίου
✦ επιφάνεια δρόμου, πλατείας κτλ. ασφαλτοστρωμένη: απ’ την άσφαλτο, τα κάρα κατεβαίνουν, κατεβαίνουν (Μ. Παπανικολάου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–