άσυλο
Προφορά
Ετυμολογία
άσυλο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ἄσυλος, -ος, -ον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το άσυλο
✦ τόπος ιερός και απαραβίαστος
✦ καταφύγιο
✦ φιλανθρωπικό ίδρυμα που παρέχει προστασία και ειδική περίθαλψη: άσυλο ανιάτων
✦ οικογενειακό άσυλο, το απαραβίαστο της κατοικίας, απαγόρευση εισόδου στην κατοικία παρά μόνον για τις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος και με την παρουσία δικαστικής αρχής
✦ πολιτικό άσυλο, η προστασία που παρέχεται στους πολιτικούς πρόσφυγες από ξένη χώρα
✦ πανεπιστημιακό άσυλο, απαγόρευση στις διοικητικές και αστυνομικές αρχές να επεμβαίνουν στους πανεπιστημιακούς χώρους χωρίς την άδεια των πανεπιστημιακών αρχών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–