άστρωτος
Προφορά
Ετυμολογία
άστρωτος αρχαία ελληνική ἄστρωτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άστρωτος -η, -ο
✦ όχι στρωμένος: άστρωτο κρεβάτι
✦ ο χωρίς επίστρωμα: άστρωτος δρόμος
✦ (κ. μτφ.) δυσκολοδιάβατος: τον άστρωτον ανήφορον της έγνοιας και της συλλογής (Μ. Μαλακάσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
άστρωτα