άστρο
Προφορά
Ετυμολογία
άστρο αρχαία ελληνική ἄστρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το άστρο
✦ αστέρι: και θ’ ανατείλει στ’ ουρανού τα τρίσβαθα πρωτόφαντο άστρο (Κ. Παλαμάς) – αν οπόταν πεθαίνη πονηρός βασιλεύς έσβην’ η Νύκτα εν άστρον (Α. Κάλβος)
✦ (μτφ. ) αυτός που λάμπει σαν αστέρι
✦ ο αστερισμός, το ζώδιο που υποτίθεται ότι καθορίζει τη μοίρα ή το χαρακτήρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–