άσπρος
Προφορά
Ετυμολογία
άσπρος μεταγενέστερη ελληνική ἄσπρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άσπρος -η, -ο
✦ λευκός
✦ (μτφ. ) φρ. άσπρη μέρα, λαμπρή, χαρούμενη μέρα
✦ θηλ. άσπρη ως ουσ., (αργκό) η ηρωίνη
✦ ουδ. το άσπρο ως ουσ., το λευκό χρώμα
✦ πληθ. ουδ. άσπρα βλ. λ.
✦ φρ. άσπρο πάτο, η φρ. ως προτροπή σε οινοποσία, ας το πιούμε μεμιάς όλο ώστε να φανεί ο πάτος του ποτηριού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–