άσπιλος


άσπιλος
Προφορά

Ετυμολογία
άσπιλος μεταγενέστερη ελληνική ἄσπιλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άσπιλος -η, -ο

✦ ακηλίδωτος, καθαρός
(μτφ. ) αγνός, αμόλυντος

Συνώνυμα

Αντίθετα
σπιλωμένος, ρυπαρός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.