άσπερμος
Προφορά
Ετυμολογία
άσπερμος αρχαία ελληνική ἄσπερμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άσπερμος -η, -ο
✦ ο χωρίς σπέρμα, άσπορος
✦ άσπερμα φυτά, που δίνουν φαγώσιμους καρπούς με ατροφικό σπόρο ή και χωρίς σπόρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ένσπερμος