άσος


άσος
Προφορά

Ετυμολογία
άσος └βενετ┘ asso

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο άσος

✦ ο αριθμός 1 στα τραπουλόχαρτα, στα ζάρια, στο ντόμινο κτλ.
(μτφ. ) πρώτος σε επίδοση: σ’ αυτή τη δουλειά είναι άσος – οι άσοι του ποδοσφαίρου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.