άσειστος
Προφορά
Ετυμολογία
άσειστος μεταγενέστερη ελληνική ἄσειστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άσειστος -η, -ο
✦ ασάλευτος, που δε σείεται: βουβή ξαπλώθης κι άσειστη σιμά μου (Άγγ. Σικελιανός)
✦ μη ευπαθής σε σεισμούς: η γη της Αττικής ήταν άσειστη ως τώρα
Συνώνυμα
ασεισμικός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–