άσβηστος
Προφορά
Ετυμολογία
άσβηστος ἀ στερητικό + σβηστός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άσβηστος -η, -ο
✦ που δε σβήστηκε ή δεν μπορεί να σβηστεί
✦ (μτφ. ) ανεξάλειπτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
άσβηστα:στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας (Μ. Αναγνωστάκης)