άσαρκος


άσαρκος
Προφορά

Ετυμολογία
άσαρκος αρχαία ελληνική ἄσαρκος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άσαρκος -η, -ο

✦ ο χωρίς αρκετή σάρκα, κοκαλιάρης

Συνώνυμα
λιπόσαρκος
Αντίθετα
εύσαρκος, σαρκώδης
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.