άρωμα
Προφορά
Ετυμολογία
άρωμα αρχαία ελληνική ἄρωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το άρωμα
✦ ευχάριστη οσμή, ευωδιά: ένα άρωμα από λεμονιές κλειστές σε περιβόλια (Μ. Στασινόπουλος)
✦ κάθε ουσία που ευωδιάζει
✦ (χημ.) αρώματα, υγρά μείγματα, που παίρνονται κυρίως από αιθέρια έλαια φυτών με διάφορες κατεργασίες, εκχύλιση, απόσταξη κτλ.
Συνώνυμα
μυρωδιά, μοσχοβολιά ,μυρωδικά
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–