άρχω
Προφορά
Ετυμολογία
άρχω αρχαία ελληνική ἄρχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ άρχω
✦ είμαι αρχηγός, κυβερνώ
✦ (μέσ.) άρχομαι, αρχίζω: άρχεται η συνεδρίαση
✦ αρσεν. μτχ. ενεστ. άρχων ως ουσ., άρχοντας (βλ. λ.) – θηλ. άρχουσα ως επίθ.: άρχουσα τάξη, η ανώτερη τάξη κοινωνικά ή οικονομικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–