άρτος


άρτος
Προφορά

Ετυμολογία
άρτος αρχαία ελληνική ἄρτος, αμφίβ. ετυμολ.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο άρτος

✦ φύραμα από αλεύρι, που ζυμώνεται και ψήνεται σε φούρνο, το ψωμί
✦ φρ. ο επιούσιος άρτος ή απλώς επιούσιος, οι καθημερινές ανάγκες διατροφής – άρτος διπυρίτης, ο δύο φορές ψημένος, παξιμάδι, γαλέτα
✦ (εκκλ.) το ψωμί που χρησιμοποιείται για τη θεία ευχαριστία και ως αντίδωρο
✦ το ψωμί που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία (βλ. λ.)
✦ φρ. άρτον και θεάματα (από τη λατιν. φρ. panem et circenses = άρτον και ιπποδρόμια αγωνίσματα), για τους ενδιαφερόμενους μόνο για υλικές απολαύσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.