άρση
Προφορά
Ετυμολογία
άρση αρχαία ελληνική ἄρσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η άρση
✦ ανύψωση, σήκωμα: άρση βαρών
✦ απομάκρυνση: η άρση των εμποδίων
✦ κατάργηση: άρση των περιοριστικών μέτρων
✦ (μουσ. κ. μετρ.) το μη τονιζόμενο μέρος του ρυθμού ή του μετρικού ποδός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
θέση
Επιρρήματα
–