άρπαγμα
Προφορά
Ετυμολογία
άρπαγμα μεταγενέστερη ελληνική ἅρπαγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το άρπαγμα
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του αρπάζω, η αρπαγή
✦ (μτφ. ) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αρπάζομαι, συμπλοκή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–