άρουρα


άρουρα
Προφορά

Ετυμολογία
άρουρα αρχαία ελληνική ἄρουρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η άρουρα

✦ γη, χώμα: φρ. άχθος αρούρης, βάρος της γης (για άχρηστο άνθρωπο)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.