άρον άρον
Προφορά
Ετυμολογία
άρον άρον προστ. αορ. του ρήματος αἴρω (= σηκώνω)• από την ευαγγελική └φρ┘=áρον =áρον, (σταύρωσον αὐτόν)
Ερμηνεία
άρον άρον
✦ επιρρ. φρ. βιαστικά, αμέσως: έφυγε άρον άρον
✦ διά της βίας: τους ξεσηκώσανε άρον άρον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–