άριστος


άριστος
Προφορά

Ετυμολογία
άριστος αρχαία ελληνική ἄριστος, υπερθ. του επιθέτου ἀγαθός

Ερμηνεία
άριστος

✦ -ιστη, -ιστο επίθ. (Κ -ίστη, -ιστον) ο ικανότατος στο έργο του, ο πρώτος στο είδος του
✦ τέλειος, εξαίρετος: άριστος τεχνίτης
✦ ιδιαίτερα ευνοϊκός: υπό άριστες συνθήκες

Συνώνυμα
κάλλιστος
Αντίθετα
κάκιστος, χείριστος ,δυσμενής
Επιρρήματα
άριστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.