άριος


άριος
Προφορά

Ετυμολογία
άριος σανσκρ. arya (= ευγενής)

Ερμηνεία
επίθετο┘ άριος -ια, -ιο

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στην Αρία χώρα, ο της ινδοευρωπαϊκής ομοεθνίας: άρια φυλή
✦ το αρσ. πληθ. Άριοι ως ουσ., οι λαοί που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή ομοεθνία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.