άργιλος


άργιλος
Προφορά

Ετυμολογία
άργιλος αρχαία ελληνική ἄργιλ(λ)ος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η άργιλος

✦ είδος χώματος, κατάλληλου για την κατασκευή πήλινων αγγείων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.