άρατος
Προφορά
Ετυμολογία
άρατος από τα αρχαία ελληνικά ἀόρατος ή κατ’ άλλους από την εκκλ. └φρ┘ἄρατε (πύλας)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άρατος -η, -ο
✦ αυτός που εξαφανίστηκε, άφαντος: κι εχάθη ο ήλιος άρατος για Σένα (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–